θύμωμα

θύμωμα
θύμ-ωμα [ῡ], ατος, τό,
A wrath, passion, A.Eu.860(pl.);

θ. τὸ πόντου Epigr.Gr.339.6

([place name] Cyzicus).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θύμωμα — το, ατος 1. θυμός και ξέσπασμα θυμού: Φοβούμαι το θύμωμά του. 2. διακοπή σχέσεων μεταξύ φίλων, κάκιωμα: Θα του περάσει το θύμωμα και θα μας μιλήσει πάλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θύμωμα — (I) το (Α θύμωμα) [θυμώ (I)] η οργή, ο θυμός. (II) το ιατρ. σπάνιος πρωτοπαθής όγκος τού θύμου αδένα που θεωρείται πάντοτε κλινικώς κακοήθης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thymoma < thymo (πρβλ. θύμος) + ma κατά τα ελλ. μεταρρηματικά παρ …   Dictionary of Greek

  • θύμωμα — θύ̱μωμα , θύμωμα wrath neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκύλιασμα — το μάνιασμα, θύμωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσατίλα — η πείραγμα, προσβολή, θύμωμα, ερεθισμός, σκασίλα: Έχω τσατίλα μ αυτά που μου είπε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θυμώμασιν — θῡμώμασιν , θύμωμα wrath neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”